- καταϊδρώνω
- 1. ιδρώνω πάρα πολύ, γίνομαι μούσκεμα στον ιδρώτα2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταϊδρωμένος, -η, -οο βουτηγμένος στον ιδρώτα, κάθυγρος από τον ιδρώτα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταϊδρώνω — καταΐδρωσα, καταϊδρώθηκα, καταϊδρωμένος, ιδρώνω πάρα πολύ: Μετά το μαραθώνιο δρόμο ήταν καταϊδρωμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek